Κρασί

Η αμπελοκαλλιέργεια στη Λήμνο είχε και έχει γνωρίσει τεράστια άνθιση, ειδικά μετά την έλευση των προσφύγων του 1922 από το χωριό Ρέις Ντερέ της Μικράς Ασίας. Δύο είναι οι κατεξοχήν ποικιλίες που καλλιεργούνται και ταυτίζονται με το νησί: το Μοσχάτο Αλεξανδρείας και το Καλαμπάκι ή Λημνιό, και τα δύο αποτελούν ΠΟΠ ποικιλίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής απορροφά η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λήμνου ‘’ Η Ένωση’’, η οποία ιδρύθηκε το 1932 και αρχικά είχε στραφεί στην συγκέντρωση και μεταπώληση όλων των γεωργικών προϊόντων του νησιού, και κυρίως του βαμβακιού. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια η κύρια δραστηριότητά της έχει περιοριστεί και εξειδικευθεί στην οινοποίηση των ερυθρών και λευκών σταφυλιών του νησιού. Στη Λήμνο, λειτουργούν γύρω στα πέντε οινοποιία τα οποία και στην πλειονότητά τους είναι επισκέψιμα, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι όλα ξεκίνησαν από την αγάπη και το μεράκι των ιδιοκτητών για την λημνία άμπελο.
Όσον αφορά τις εκτάσεις που καταλαμβάνουν στον χάρτη της παραγωγής αυτές οι δύο ποικιλίες ενώ μέχρι πρότινος το Μοσχάτο κυριαρχούσε στους αμπελώνες, εξαιτίας της παραγωγικότητάς του, σήμερα κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος και το Καλαμπάκι, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται από τον ίδιο τον Όμηρο και τον Αριστοτέλη. Πλάι στις δύο αυτές ποικιλίες, βρίσκει κανείς και επιτραπέζια σταφύλια, όπως το Φωκιανό, το Εφτάκοιλο, η Φράουλα, η Σουλτανίνα, ο Αγούμαστος. Ποικιλίες που έφεραν από την Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που κατοίκησαν κυρίως στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου.
Η οικογενειακή οινοποίηση και γενικότερα η μεταποίηση του κρασιού στο σπίτι παρουσιάζει πολύ μεγάλες διαφορές εν συγκρίσει με αυτή της βιοτεχνίας ή της βιομηχανίας, φέρουμε στο μυαλό μας την ΕΑΣ Λήμνου. Το κρασί αφήνεται να ωριμάσει μέσα σε σκαμμένες στην γη στοές, ώστε να αποκτήσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν το Μοσχάτο Αλεξανδρείας και το Λημνιό από τα μοναδικά κρασιά της χώρας. Στη συνέχεια αποθηκεύεται σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια συνήθως στα υπόγεια των σπιτιών ή στα ‘’κατώγια’’ όπως τα συναντά κανείς στο νησί. Τίποτα δεν πάει χαμένο από τα παράγωγα του αμπελιού: ένα μέρος του μούστου βράζεται για να παρασκευαστεί το πετιμέζι, που θα συνοδεύσει τα γλυκά του σπιτιού για όλον τον χρόνο, η ‘’τσαμπανάρα’’, τα σταφύλια που συγκομίζονται από τον δεύτερο τρυγητό και είναι λίγο πιο άγευστα σε σχέση με τα πρώτα, τις ‘’μάνες’’ όπως τις λένε, δημιουργεί την ρετσίνα, και παλιότερα χρησίμευαν ως όξινη ουσία για τα φαγητά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στη Λήμνο παρακσευάζεται σταφίδα από το Μοσχάτο Αλεξανδρείας και όχι από την Σουλτανίνα όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, την οποία αποκαλούν και ‘’κουκ’τσ’δάτη’’ εξαιτίας των κουκουτσιών που υπάρχουν μέσα της. Το ιδιαίτερο με την σταφίδα, όπως και με το τυρί και τα σύκα, είναι ότι μετά την αποξήρανση πλένονται με θαλασσινό νερό και εν συνεχεία αφότου στεγνώσουν αποθηκεύονται για το χειμώνα.