X

Σιτηρά

Χωράφι σιτηρών

Τα σιτηρά είναι το σήμα κατατεθέν του νησιού, εξάλλου ακόμη και το όνομά της η Λήμνος, κατά μία εκδοχή το οφείλει στο ‘’λήιον’’ που θα πει στάχυ. Από την αρχαιότητα αποτέλεσε τον σιτοβολώνα της Αττικής μέσω των αθηναϊκών κληρουχιών και αργότερα του Βυζαντίου. Στη Λήμνο κατά κανόνα σπέρνεται μόνο σκληρός σίτος, και ιδιαίτερα δύο ποικιλίες φαίνεται να μονωπωλούν το ‘’μαυραγάνι’’ με το χαρακτηριστικό μαύρο στάχυ, και το ‘’Λήμνος’’, με το πολύ μακρύ του στέλεχος. Και οι δύο ποικιλίες προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο μέσω της παραγωγής αλεύρων. Τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται και ένα είδος σίκαλης, το οποίο οι ντόπιοι ονομάζουν ‘’σιταροσίκαλη’’ εξαιτίας της ανθεκτικότητάς του στα αγριοκούνελα που μαστίζουν το νησί . τέλος, μια άλλη άγνωστη ποικιλία στις μέρες μας, ήταν το ‘’Καπέλι’’, μια ποικιλία που σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες ήταν εξαιρετικά αποδοτική στο ηφαιστειογενές έδαφος της Λήμνου. 

Αποκλειστικά για ζωοτροφή καλλιεργείται το ‘’Παναγιάτικο Κριθάρι’’ το οποίο θεωρείται μία από τις ντόπιες ποικιλίες του νησιού, και γι’ αυτό το λόγο επιδοτείται περισσότερο σε σχέση με άλλες ποικιλίες κριθαριού. Συνήθως πρόκειται για συγκαλλιέργεια με βρώμη, της οποίας ο καρπός χορηγείται ως ζωοτροφή (σμιγός). Οι Λημνιοί καλλιεργούν επίσης και δίστιχο κριθάρι, του οποίου οι εκτάσεις τελευταία έχουν αυξηθεί μιας και χρησιμοποιείται στην παραγωγή κρίθινων παξιμαδιών. Εξακολουθεί να καλλιεργείται στο νησί μια ποικιλία που στην προφορική παράδοση μαρτυρείται ως ‘’τριμηνίτης’’: μια ποικιλία που ενώ σπέρνεται τον Μάρτη, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα σιτηρά που σπέρνονται τον Νοέμβριο, συγκομίζεται τον Ιούνη, χωρίς πολλές απαιτήσεις σε βροχές, που έτσι κι αλλιώς είναι περιορισμένες την άνοιξη στη Λήμνο.