
Το φυσικό περιβάλλον της Λήμνου
Η Λήμνος – το όγδοο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας- είναι νησί ηφαιστειογενές και βρίσκεται στο κέντρο του Βορείου Αιγαίου Πελάγους, απέναντι από τα Δαρδανέλλια και σε σχεδόν ίση απόσταση από τον Άγιο Όρος και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Στο ίδιο αυτό θαλάσσιο τμήμα βρίσκονται επίσης τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος, Σαμοθράκη και Θάσος. Το υψηλότερο σημείο της Λήμνου είναι η κορυφή Σκοπιά ή Βίγλα, με υψόμετρο 470 μέτρα, στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού.
Η μορφολογία της Λήμνου είναι λοφώδης, με χαρακτηριστικά υψώματα και βραχώδεις σχηματισμούς. Παρά τα λοφώδη χαρακτηριστικά, είναι αρκετά γόνιμο νησί. Στους εδαφικούς πόρους της συμπεριλαμβάνεται και η "Λημνία γη", που θεωρείται θεραπευτική και αποτελείται κυρίως από πυριτική άργιλο, οξείδιο του σιδήρου και οξείδιο του αλουμινίου, ανάλογα με την ανάλυση. Ως τοποθεσία εξόρυξης της " Λημνία γης", θεωρείται πιθανότατα ο λόφος Μόσχυλος, ανάμεσα στα χωριά Βάρος-Ρεπανίδι και Κότσινας. Η " Λημνία γη" είχε χρώμα "μετρίου κοκκινωπού καφέ" και θεωρούνταν να έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Στη Λήμνο λείπουν τα δένδρα, αλλά οι χαμηλοί λόφοι είναι καλυμμένοι με θάμνους, όπως η αστιβιά και το θυμάρι. Από τα απολιθωμένα ίχνη δένδρων που έχουν βρεθεί κατά διαστήματα και σε διάφορα σημεία του νησιού, φαίνεται ότι πριν από 25-11 εκατομμύρια χρόνια, κατά την μειοκαινική περίοδο, το κλίμα του νησιού ήταν πολύ θερμότερο από το σημερινό.
Σήμερα είναι αρκετά ήπιο, με μέτριο χειμώνα και σχετικά δροσερό καλοκαίρι, ενώ οι βροχοπτώσεις παρατηρούνται συνήθως από το Δεκέμβριο έως το Μάρτιο. Η Λήμνος βρίσκεται στο σημείο όπου συναντώνται αιολικά ρεύματα από τη Θράκη, τα Δαρδανέλλια και το Βόρειο Αιγαίο. Οι κυρίαρχοι άνεμοι είναι οι βορειοανατολικοί. Η έντονη δράση των ανέμων είναι μερικώς υπεύθυνη για την έλλειψη δασικής βλάστησης. Ωστόσο, η έλλειψη αυτή μπορεί να οφείλεται επίσης στην υπερβολική εκμετάλλευση, ειδικά από την εκτροφή αιγοπροβάτων, που απέτρεψε τους κατοίκους από την ενεργή καλλιέργεια δέντρων, ή ακόμα και στο γεγονός ότι το έδαφος της Λήμνου προσφέρεται για άλλες εκτεταμένες γεωργικές καλλιέργειες. Πιθανότατα, όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνέβαλαν συνδυαστικά στην απουσία δασικής βλάστησης στο νησί.
Η Λήμνος έχει μια πλούσια ιστορία πολλών αιώνων στην αγροκαλλιέργεια. Η καλλιέργεια σιτηρών, όπως το σιτάρι και το κριθάρι, ήταν σημαντική στην αρχαία Λήμνο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι εκτάσεις με σιτηρά αποτέλεσαν σημαντικό μέρος της γεωργικής οικονομίας του νησιού και παρήγαγαν υψηλής ποιότητας προϊόντα που τρέφουν τόσο τους ντόπιους όσο και τους επισκέπτες, ενώ σημαντικές ποσότητες εξάγονται, πρακτική που ακολουθούνταν και κατά το παρελθόν. Ποικιλίες όπως το ντόπιο Κριθάρι Παναγιάς αλλά και εισαγόμενες όπως το σιτάρι μαυραγάνι βρίσκουν τις ιδανικές εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες που τους προσδίδουν μοναδικά ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Μια σειρά προϊόντων όπως κηπευτικά (αγγουράκια, κολοκυθάκια, κρεμμύδια, μαρούλια, διάφορα είδη ντομάτας, μπάμιες, πράσα κλπ), ψυχανθή (οι ντόπιες ποικιλίες ασπρομύτικο, άφκος και λαφύρι, κουκιά, ροβύθια, φούλια κλπ), σιτηρά (βρώμη, καλαμπόκι, κριθάρι, σιτάρι σκληρό) αλλά και βαμβάκι, γλυκάνισο, μαντζουράνα και σουσάμι βρίσκουν στη Λήμνο το κατάλληλο περιβάλλον για να αποδώσουν μοναδική γεύση. Οι δενδρώδεις καλλιέργειες περιλαμβάνουν συκιές, αμυγδαλιές και σε μικρή έκταση διάφορα οπωροφόρα φυτά.
Η καλλιέργεια του αμπελιού αποτελεί επίσης σημαντικό μέρος της γεωργικής κληρονομιάς της Λήμνου. Οι αμπελώνες της νήσου παράγουν εκλεκτά κρασιά με μοναδική γεύση και αρώματα, αξιοποιώντας το ξηρό κλίμα και τα εύφορα εδάφη της περιοχής. Ο τοπικός οίνος που προέρχεται κυρίως από δύο ποικιλίες, το Μοσχάτο Αλεξανδρείας και την αρχαία ποικιλία Καλαμπάκι ή Λημνιό, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας και της γαστρονομίας του νησιού, προσφέροντας μια μοναδική γευστική εμπειρία στους επισκέπτες.
Επιπλέον, η Λήμνος αποτελεί έναν παράδεισο για παρατηρητές πουλιών. Με την ποικιλία των φυσικών οικοσυστημάτων της, οι εκτάσεις της Λήμνου παρέχουν καταφύγιο και τροφή για μια ποικιλία ειδών πουλιών, από μικρά τρωκτικά μέχρι μεγάλα υδρόβια πουλιά. Οι υγρότοποι της Λήμνου είναι γνωστοί για την παρουσία πολλών ειδών πουλιών που καταφθάνουν κατά τη διάρκεια των μεταναστευτικών περιόδων. Ο κατάλογος της ορνιθοπανίδας της Λήμνου περιλαμβάνει 243 είδη όπως ο Μαυροπελαργός, το Αγιοπούλι, ο Γαλαζοκότσυφας, ο Ψαραετός και ο Φασιανός.
Ανάμεσα στα άγρια θηλαστικά του νησιού περιλαμβάνονται ο σκαντζόχοιρος, ο νανοτυφλοποντικός, το πλατώνι, ο Ευρωπαϊκός και το αγριοκούνελο, του οποίου ο πληθυσμός έχει αυξηθεί ανησυχητικά τις τελευταίες δεκαετίες με αποτέλεσμα να προκαλεί πολλά προβλήματα τόσο στο οικοσύστημα γενικότερα όσο και στις καλλιέργειες.
Ο συνδυασμός αυτών των παραδοσιακών αγροκαλλιεργειών με την πλούσια φυσική ομορφιά και την ποικιλία της πανίδας κάνει τη Λήμνο έναν μοναδικό προορισμό για τους λάτρεις της φύσης και της γαστρονομίας.
Η Λήμνος φιλοξενεί μια ποικιλία ποικιλιών που δημιουργήθηκαν από τους πρόγονους των σημερινών κατοίκων του νησιού, εκμεταλλευόμενοι τις μοναδικές εδαφοκλιματικές συνθήκες του. Είναι γνωστό για τον "Λήμνιο Οίνο" του, ο οποίος έγινε γνωστός από την εποχή του Ομήρου, όταν τα καράβια τον μετέφεραν στους Αχαιούς στην Τροία. Τον προηγούμενο αιώνα, εμπλουτίστηκε με μοσχάτα αμπέλια από την Αίγυπτο και άλλες ποικιλίες που εισήχθησαν από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Εκτός από τον οίνο, στα λακαριά της παρασκευάζεται παραδοσιακά τσίπουρο με την Λημνιά ποικιλία του γλυκάνισου, το οποίο ξεπερνά σε άρωμα κάθε άλλο είδος.
Η Λήμνος έχει μια πλούσια παράδοση στην καλλιέργεια του σίτου που χρονολογείται τουλάχιστον από την 3η χιλιετία π.Χ., όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα της "επτάπολης" Πολιόχνης. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε στους κλασικούς και βυζαντινούς χρόνους, όπου το νησί αποτελούσε μέρος του σιτοβολώνα του Βυζαντίου, και φθάνει μέχρι τη σημερινή εποχή. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο γεωπόνος Ιωάννης Παπαδάκης επέλεξε μεταξύ των σιτηρών της Λήμνου την ποικιλία "Λήμνος" από το ασπρόσταρο Ρωμανού Λήμνου, η οποία συνέβαλε στη δημιουργία της ζητούμενης σιτάρκειας της εποχής.
Επιπλέον, τα όσπρια ήταν σταθερή παρουσία στο τραπέζι των κατοίκων, είτε ως φάβα από άφκο και λαφύρι, είτε ως φασόλι πράσινο ή ασπρομύτικο ξερό. Μαζί με αυτά, ήταν δημοφιλή και τα κουκιά, και αργότερα οι φασόλες. Σε ορισμένα χωριά, ήταν συνήθης η κατανάλωση των λεμπναρίων μετά το ξεπίκρισμα.